εξιδρώνω

εξιδρώνω
και εξιδρώ, -όω (Α ἐξιδρῶ)
1. προκαλώ την έκκριση ιδρώτα
2. ιδρώνω, αποβάλλω ιδρώτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξιδρώνω — εξίδρωσα 1. μτβ., προκαλώ την έκκριση ιδρώτα, κάνω κάτι να βγει από τους πόρους του σώματος σαν ιδρώτας. 2. αμτβ., εκκρίνω ιδρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξίδρωμα — το [εξιδρώνω] 1. το προϊόν τής εξιδρώσεως 2. παθολογική συσσώρευση υγρών μέσα σε κοιλότητα τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • εξίδρωση — η (AM ἐξίδρωσις) [εξιδρώνω] η έκκριση ιδρώτα, η εφίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”